λευχειμονώ
Смотреть что такое "λευχειμονώ" в других словарях:
λευχειμονώ — (AM λευχειμονῶ, έω) [λευχείμων] φορώ λευκά ενδύματα, είμαι ντυμένος στα άσπρα («θυγατέρας τῆς Ἀνάγκης Μοίρας λευχειμονούσας», Πλάτ.) … Dictionary of Greek
λευχειμονῶ — λευχειμονέω to be clad in white pres subj act 1st sg (attic epic doric) λευχειμονέω to be clad in white pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)