λευχειμονώ

λευχειμονώ

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "λευχειμονώ" в других словарях:

  • λευχειμονώ — (AM λευχειμονῶ, έω) [λευχείμων] φορώ λευκά ενδύματα, είμαι ντυμένος στα άσπρα («θυγατέρας τῆς Ἀνάγκης Μοίρας λευχειμονούσας», Πλάτ.) …   Dictionary of Greek

  • λευχειμονῶ — λευχειμονέω to be clad in white pres subj act 1st sg (attic epic doric) λευχειμονέω to be clad in white pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»